-
1 постановление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постановление
-
2 глава
I глава Ι м, ж (руководитель) о αρχηγός \глава правительства о αρχηγός της κυβέρνησης \глава делегации о επικεφαλής της αντιπροσωπίας' быть во \главае... είμαι επικεφαλής... II глава II ж (в книге ) το κεφάλαιο* * *I м, ж( руководитель) ο αρχηγόςглава́ прави́тельства — ο αρχηγός της κυβέρνησης
глава́ делега́ции — ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας
II жбыть во главе́... — είμαι επικεφαλής...
( в книге) το κεφάλαιο -
3 смена
смена ж 1) η αλλαγή; η αντικατάσταση (замена)· \смена правительства η αλλαγή της κυβέρνησης; \смена караула η αλλαγή της φρουράς 2) (белья ) η αλλαξιά 3) (на заводе и т. л.) η βάρδια* * *ж1) η αλλαγή; η αντικατάσταση ( замена)сме́на прави́тельства — η αλλαγή της κυβέρνησης
сме́на карау́ла — η αλλαγή της φρουράς
2) ( белья) η αλλαξιά3) (на заводе и т. п.) η βάρδια -
4 падение
падение с 1) прям., перен.η πτώση· η κατάπτωση (тк.перен.У \падение правительства η πτώση της κυβέρνησης 2) (понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα 3) упадок η έκπτωση, η ελάττωση* * *с1) прям., перен. η πτώση; η κατάπτωση (тк. перен.)паде́ние прави́тельства — η πτώση της κυβέρνησης
2) ( понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα3) ( упадок) η έκπτωση, η ελάττωση -
5 известие
-я ουδ.είδηση, νέο• πληροφορία•известие об отставке правительства η είδηση για την παραίτηση της κυβέρνησης•
о нём нет никакого известиея γι' αυτόν δεν υπάρχει καμιά πληροφορία•
газета «Известия» η εφημερίδα τα «Νέα».
|| δελτίο•-я Академии Наук δελτίο της Ακαδημίας επιστημών.
εκφρ.последние известиея – οι τελευταίες ειδήσεις. -
6 экспозе
1. (краткое изложение, выдержка) η σύντομη περίληψη/σύνοψη 2. (краткое сообщение представителя правительства) η (σύντομη) ανακοίνωση της κυβέρνησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспозе
-
7 признание
признани||ес1. ἡ ἀναγνώριση [-ις]:\признание правительства ἡ ἀναγνώριση τής κυβέρνησης·2. (в чем-л.) ἡ ὁμολογία, ἡ παραδοχή, ἡ ἀναγνώριση:по собственному \признаниею ὅπως ὁμολόγησε ὁ ίδιος· \признание в любви ἡ ἐρωτική ἐξομολόγηση· ◊ получить всеобщее \признание κατακτώ τή γενική ἀναγνώριση. -
8 отставка
-и θ.παραίτηση, αποστρατεία, αποχώρηση (από το στράτευμα) απόλυση•подать в -у υποβάλλω (δίνω) παραίτηση•
подать просьбу об -е δίνω αίτηση παραίτησης•
он в -е αυτός είναι απόστρατος•
выйти в -у αποστρατεύομαι απολύομαι•
находящийся в -е αποστρατευμένος• απολυμένος.
εκφρ.отставка правительства (кабинета) – παραίτηση της κυβέρνησης. -
9 свержение
-я ουδ.1. κατάρριψη• γκρέμισμα.2. μτφ. ανατροπή•свержение правительства ανατροπή της κυβέρνησης•
свержение с престола εκθρόνιση.